Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωσχοφόροι — οἱ, Α βλ. ὀσχοφόροι … Dictionary of Greek
οσχοφόροι — ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α) οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + φόρος*] … Dictionary of Greek